- πιεμοντίτης
- ο, Ν(ορυκτολ.) ένυδρο πυριτικό ορυκτό τού ασβεστίου, τού μαγγανίου, τού αργιλίου και τού σιδήρου, το οποίο ανήκει στη σειρά τού επιδότου, έχει κοκκινωπό χρώμα και υαλώδη λάμψη, κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα, απαντά σε κρυσταλλικούς σχιστολίθους και μαγγανιούχα μεταλλεύματα στην Ιταλία, στη Γαλλία, στη Σουηδία και στην Ιαπωνία και έχει χρησιμοποιηθεί ως σκληρό λειαντικό για ένθετα διακοσμητικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Piemontit < ιταλ. Piemonte, περιοχή στη βορειοδυτική Ιταλία].
Dictionary of Greek. 2013.